- Φύλαρχοι
- Φύλαρχοςchief officer of amasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φύλαρχοι — φύλαρχος chief officer of a masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύλαρχος — (3ος αι. π.Χ.)Έλληνας μυθογράφος και ιστορικός από τη Ναυκράτιδα της Αιγύπτου. Έζησε στην Αθήνα τον 3o αι. π.Χ. Έγραψε τα μυθολογικά συγγράμματα Επιτομή μυθική, Περί ευρημάτων, Περί της Διός επιφανείας και ένα ιστορικό έργο σε 28 βιβλία με τον… … Dictionary of Greek
Νέα Ζηλανδία — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, στον Ειρηνικό ωκεανό, κάτω από τον Τροπικό του Αιγόκερω, ΝΑ της Αυστραλίας.Την επικράτεια της Ν. Ζ. απαρτίζουν τα δύο μεγαλύτερα νησιά (βόρειο νησί και νότιο νησί), το μικρό νησί Στιούαρτ και πολλά μικρότερα νησιά.… … Dictionary of Greek
ГИППАРХ — I. • Hipparchus, Ίππαρχος, 1. см. Hippias, Гиппий; 2. поэт новой аттической комедии. Сохранились отрывки 4 х драм, напечатанные Meineke, com. Graec. IV, 431 слл.; 3. знаменитый математик и астроном, родился в … Реальный словарь классических древностей
ГИППАРХ — I. • Hipparchus, Ίππαρχος, 1. см. Hippias, Гиппий; 2. поэт новой аттической комедии. Сохранились отрывки 4 х драм, напечатанные Meineke, com. Graec. IV, 431 слл.; 3. знаменитый математик и астроном, родился в … Реальный словарь классических древностей
Гиппарх (военачальник) — У этого термина существуют и другие значения, см. Гиппарх (значения). Гиппарх (греч. Ιππαρχος) начальник конницы у древних греков. У спартанцев он назывался гиппармост. В Афинах назначаемые ежегодно по выборам два гиппарха были начальниками … Википедия
Гиппарх (военная должность) — У этого термина существуют и другие значения, см. Гиппарх (значения). Гиппарх (греч. Ιππαρχος) начальник конницы у древних греков. У спартанцев он назывался гиппармост. В Афинах назначаемые ежегодно по выборам два гиппарха были начальниками … Википедия
PHYLARCHI — Graeca vox Duces optionum notat, i. e. eorum, qui foederatis auxilia ferunt. Sic Iulianus, Novell. 102 Φύλαρχον interpretatur, Saracenorum Ducem, quos ex foederatis fuisse constat: Procopius, de Bello Pers. l. 1. Οὐδεὶς δὲ οὔτε Ῥωμαίων ςτρατιωτῶν … Hofmann J. Lexicon universale
Γουινέα — I Παράκτια εδαφική ζώνη στην Αφρική που περιβάλλει τον ομώνυμο κόλπο. Χωρίζεται από το δέλτα του ποταμού Νίγηρα σε δύο τμήματα, τη βόρεια Γ. και τη νότια Γ. Πρόκειται για χαμηλή ακτή, που ανεβαίνει προς το εσωτερικό με αναβαθμίδες, με συχνές… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek